- ψαροφάγος
- -α, -ο1. αυτός που τρώει ψάρια.2. το αρσ. ως ουσ., ψαροφάγος είδος πουλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψαροφάγος — ο, θηλ. ψαροφάγα, Ν 1. άτομο που τρώει ψάρια συχνά ή που τού αρέσουν τα ψάρια 2. ζωολ. το ψαροπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + φάγος*] … Dictionary of Greek
αιγκρέτα ή εγκρέτα — Πουλί πελαργόμορφο της οικογένειας των ερωδιιδών ή αρδεϊδών. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. και άνοιγμα φτερών περίπου 1 μ. Το ισχυρό μαύρο ράμφος της είναι μακρύ, λεπτό και ευθύ. Ο λαιμός της δεν μπορεί να κάνει πλάγιες κινήσεις και τον εκτείνει… … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
αλκυόνα — και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, όνος) κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος) αρχ. μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι … Dictionary of Greek
ιχθυοφάγος — το (Α ἰχθυοφάγος, ον) αυτός που τρέφεται με ψάρια, ψαροφάγος αρχ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἰχθυοφάγοι όνομα φύλων τού Περσικού και τού Αραβικού Κόλπου που τρέφονταν αποκλειστικά με ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ … Dictionary of Greek
νυκτερευτής — (nyctereutes procyonoides). Θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών της τάξης των σαρκοφάγων. Λέγεται και βιβερρίδης ή μοσχαγαλίδης σκύλος, γιατί το επίμηκες σώμα του μοιάζει με τις μοσχογαλές ή βιβέρες, αν και η γενική εμφάνιση και η συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
ψαροπούλι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Ιστιαίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βασιλικών. * * * το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού αλκυόνα, αλλ. ψαροφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλί (πρβλ. θαλασσο πούλι)] … Dictionary of Greek
ψαροφαγία — η, Ν [ψαροφάγος] ιχθυοφαγία … Dictionary of Greek
ερωδιίδες — (herodiedes). Οικογένεια πελαργομόρφων ή κοκκινομόρφων πτηνών, γνωστών και με την ονομασία αρδεΐδες. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν πουλιά μεγάλου μεγέθους που, όταν πετούν, τεντώνουν προς τα πίσω τα πόδια τους και προτείνουν το ράμφος τους. Οι ε.… … Dictionary of Greek
αλκυόνα — η το πουλί ψαροφάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)